logo

κλείνω是什么意思_κλείνω读音|解释_κλείνω同义词|反义词

κλείνω

希腊语

词源

源自中古希腊语 κλείνω (kleínō),源自古希腊语 κλείω (kleíō),源自原始希腊语 *klāyyō,源自原始印欧语 *kleh₂uyeti,源自*kleh₂u-.

发音

  • IPA(帮助)[ˈklino]
  • 断字:κλεί‧νω
  • 同音词κλίνω (klíno)

动词

κλείνω (kleíno) (过去简单式 έκλεισα被动语态 κλείνομαι)

  1. (及物) 关上
    Κλείνω την πόρτα.
    Kleíno tin pórta.
    关上门。
  2. (不及物) 关闭
    Πότε κλείνει;
    Póte kleínei?
    什么时候关闭
    Η αυτόματη πόρτα θα κλείσει μετά από 10 δευτερόλεπτα.
    I aftómati pórta tha kleísei metá apó 10 defterólepta.
    自动门会在10秒钟后关闭
  3. (及物) 关闭(电器)
    Έκλεισα την τηλεόραση.
    Ékleisa tin tileórasi.
    关了电视。
    Κλείσε σε παρακαλώ τον υπολογιστή.
    Kleíse se parakaló ton ypologistí.
    关闭电脑。
  4. (及物) 封闭封锁
    Η αστυνομία έκλεισε το δρόμο για το αεροδρόμιο.
    I astynomía ékleise to drómo gia to aerodrómio.
    警方封锁了通往机场的道路。
  5. (及物) 预订
    Έκλεισα τραπέζι στο εστιατόριο.
    Ékleisa trapézi sto estiatório.
    我在饭店预订了一桌位置。
  6. (指时间、年龄) 达到,有
    Χθες έκλεισα τα τριάντα.
    Chthes ékleisa ta triánta.
    昨天我三十岁了。
  7. (被动形) 参见κλείνομαι (kleínomai)

使用注意

  • 古语形κλείω (kleío)仅见于部分复合词。

变位

近义词

  • (预订) αγκαζάρω (agkazáro)
  • σφαλίζω (sfalízo, 关闭)
  • σφραγίζω (sfragízo, 封上,密封)

反义词

派生词

相关词汇

  • ακλείδωτος (akleídotos, 未上锁的)
  • άκλειστος (ákleistos, 未关闭的)
  • αποκλεισμός f (apokleismós, 封锁,排除)
  • αποκλείω (apokleío, 封锁,组织,排除)
  • εγκλείω (egkleío, 包围,把……关在里面)
  • εμπερικλείω (emperikleío, 包含,含有)
  • εσωκλείω (esokleío, 围在里面)
  • κατάκλειστος (katákleistos, 完全关闭的)
  • κεκλεισμένος (kekleisménos, 关闭的, 分词) (正式)
  • κεκλεισμένων των θυρών (kekleisménon ton thyrón, behind closed doors) (正式)
  • κλειδαριά f (kleidariá, )
  • κλειδί n (kleidí, 钥匙)
  • κλειδώνω (kleidóno, 锁上)
  • κλεισμένος (kleisménos, 关闭的, 分词)
  • κλεισούρα f (kleisoúra, 山口;霉味)
  • κλειστο- (kleisto-)
  • κλειστός (kleistós, 关上的)
  • κλείστρο n (kleístro, 炮闩)
  • κλείω (kleío, )
  • περικλείω (perikleío, 包围)