希腊语
名词
ανοιγοκλείσιμο (anoigokleísimo) n(复数 ανοιγοκλεισίματα)
- 眨眼
- 开关,开合
变格
ανοιγοκλείσιμο的变格
| 单数
|
复数
| | 主格
|
ανοιγοκλείσιμο •
|
ανοιγοκλεισίματα •
|
|---|
| 属格
|
ανοιγοκλεισίματος •
|
ανοιγοκλεισιμάτων •
|
|---|
| 宾格
|
ανοιγοκλείσιμο •
|
ανοιγοκλεισίματα •
|
|---|
| 呼格
|
ανοιγοκλείσιμο •
|
ανοιγοκλεισίματα •
|
|---|
相关词汇
- 参见:ανοιγοκλείνω (anoigokleíno)