logo

κλείω是什么意思_κλείω读音|解释_κλείω同义词|反义词

κλείω

古希腊语

其他写法

词源1

源自原始希腊语 *klāyyō,源自原始印欧语 *kleh₂uyeti,源自*kleh₂u-,其也是κληΐς (klēḯs)κλήϊθρον (klḗïthron)的源头。

发音

 

动词

κλείω (kleíō)

  1. (门等)
  2. 把……关在里面
屈折
使用注意
  • 句法:与宾格连用:κλείω τι / τινά (ti / tiná)
  • 完成及过去完成被动形用于通用希腊语及晚期古希腊语(参见κεκλεισμένος (kekleisménos))。
近义词
  • εἴργω (eírgō) / εἵργω (heírgō)
  • εἵργνυμι (heírgnumi) / εἱργνύω (heirgnúō)
派生词
  • ἀποκλείω (apokleíō)
  • ἐγκλείω (enkleíō)
  • ἐκκλείω (ekkleíō)
  • ἐμπερῐκλείω (emperikleíō)
  • ἐπῐκλείω (epikleíō)
  • κατακλείω (katakleíō)
  • κλειστός (kleistós)
  • παρακλείω (parakleíō)
  • περῐκλείω (perikleíō)
  • συγκατακλείω (sunkatakleíō)
  • συγκλείω (sunkleíō)
相关词汇
  • κλεῖθρον (kleîthron)
  • κλείς (kleís)
  • κλοιός (kloiós)
派生语汇
  • 希腊语: κλείω (kleío), κλείνω (kleíno)

词源2

源自动词κλέω (kléō)

动词

κλείω (kleíō)

  1. (史诗希腊语) κλέω (kléō, 使出名) 的另一种写法

词源3

源自κλέω (kléō),源自καλέω (kaléō, )。参见κλῄζω (klḗizō)

动词

κλείω (kleíō)

  1. (史诗希腊语) κλέω (kléō) 的另一种写法καλέω (kaléō, ) 的另一种写法
派生词
  • μετακλείω (metakleío, 用新名字叫)

参考资料


希腊语

词源

源自古希腊语 κλείω (kleíō)

发音

  • IPA(帮助)/ˈkli.o/
  • 断字:κλεί‧ω

动词

κλείω (kleío) (过去简单式 έκλεισα被动语态 κλείομαι)

  1. 现代动词κλείνω (kleíno, )的古语,仅用于复合词

使用注意

见于以下复合词:

  • αποκλείω (apokleío, 封锁,阻止,排除)
  • εγκλείω (egkleío, 关闭在,监禁于)
  • εμπερικλείω (emperikleío, 含有,包含)
  • εσωκλείω (esokleío, 围起) (现代动词)
  • περικλείω (perikleío, 封闭,包围)