logo

ανοίγω是什么意思_ανοίγω读音|解释_ανοίγω同义词|反义词

ανοίγω

希腊语

词源

源自古希腊语 ἀνοίγω (anoígō)

发音

  • IPA(帮助)/aˈni.ɣo/
  • 断字:α‧νοί‧γω

动词

ανοίγω (anoígo) (过去简单式 άνοιξα被动语态 ανοίγομαι被动过去 ανοίχτηκα被动完成分词 ανοιγμένος)

  1. 打开拉开
  2. 开启
  3. 开门营业
    πότε ανοίγει;póte anoígei?什么时候开门营业
  4. 开设
  5. 开辟

变位

近义词

  • ανάβω (anávo, 打开开关)
  • ενεργοποιώ (energopoió, 激活)

反义词

  • κλείνω (kleíno, 关闭)
  • σβήνω (svíno, 扑灭;关闭开关)

相关词汇