logo

φωνή是什么意思_φωνή读音|解释_φωνή同义词|反义词

φωνή

古希腊语

其他写法

词源

源自原始希腊语 *pʰōnā́,源自原始印欧语 *bʰoh₂-néh₂,源自*bʰeh₂- ()(参见φημί (phēmí, ))。

发音

 

名词

φωνή (phōnḗf(属格 φωνῆς); 一类变格

  1. 声音
  2. 一般指人的嗓音叫喊
  3. 动物的啼叫鸣叫
  4. 发音(尤指元音)
  5. 话语演讲
  6. 语言

屈折

派生词

  • Ἀγλαοφῶν (Aglaophôn)
  • Ἀριστοφῶν (Aristophôn)
  • Ἡροφῶν (Hērophôn)
  • Ῑ̔εροφῶν (Hīerophôn)
  • Κλειτοφῶν (Kleitophôn)
  • Κλεοφῶν (Kleophôn)
  • Ξενοφῶν (Xenophôn)
  • φωνέω (phōnéō)
  • φωνίον (phōníon) (指小词)
  • φωνίς (phōnís) (指小词)
  • φωνομαχία (phōnomakhía)

派生语汇

  • 希腊语: φωνή (foní)
  • 英语: -phone
  • 意大利希腊语: fonì

拓展阅读


希腊语

词源

源自古希腊语 φωνή (phōnḗ),源自原始希腊语 *pʰōnā́,源自原始印欧语 *bʰoh₂-néh₂,源自*bʰeh₂- ()

发音

  • IPA(帮助)/foˈni/
  • 断字:φω‧νή

名词

φωνή (foníf(复数 φωνές

  1. 声音嗓音
  2. 话语
  3. (比喻) 内心感觉预感
  4. 立场意见
  5. (音乐) 声部
  6. (语法, 语言学) 语态
    ενεργητική φωνήenergitikí foní主动语态
    παθητική φωνήpathitikí foní被动语态
    μέση φωνήmési foní中动语态
    μεσοπαθητική φωνήmesopathitikí foní中被动语态

变格

派生词

  • αγριοφωνάρα f (agriofonára, 怒吼)
  • γαϊδουροφωνάρα f (gaïdourofonára)
  • ενεργητική φωνή f (energitikí foní, 主动语态)
  • κατά φωνή κι ο γάιδαρος (katá foní ki o gáidaros, 说曹操,曹操到, 字面意思为一有声音,就有驴)
  • φωνάρα f (fonára) (增义)
  • φωνίτσα f (fonítsa) (指小词)
  • φωνούλα f (fonoúla) (指小词)
  • -φωνία (-fonía)
  • φωνο- (fono-)
  • -φωνος (-fonos)

相关词汇

  • αγριοφωνάρα f (agriofonára, 怒吼)
  • αλλόφωνο n (allófono, 音位变体)
  • αναφώνημα n (anafónima, 感叹)
  • αναφώνηση f (anafónisi, 感叹)
  • αναφωνώ (anafonó, 感叹)
  • αντιφώνηση f (antifónisi, 反驳;对唱)
  • αντιφωνία f (antifonía, 交互轮唱)
  • αντιφωνώ (antifonó, 反驳,回应)
  • απομαγνητοφώνηση f (apomagnitofónisi, 抄录)
  • απομαγνητοφωνώ (apomagnitofonó, 抄录)
  • αποφώνηση f (apofónisi, 结束语)
  • ασυμφώνητος (asymfónitos, 未同意的,尚有争议的)
  • ασυμφωνία f (asymfonía, 分歧;不和谐)
  • ασύμφωνος (asýmfonos, 不同意的)
  • αφωνία f (afonía, 失音)
  • αφωνόληκτος (afonóliktos, 元音结尾的)
  • άφωνος (áfonos, 沉默的)
  • βαθύφωνος (vathýfonos, 低音)
  • βροντοφωνάζω (vrontofonázo)
  • γαϊδουροφωνάρα f (gaïdourofonára)
  • γραμμόφωνο n (grammófono, 留声机)
  • διαφωνία f (diafonía, 不同意)
  • διαφωνώ (diafonó, 不同意)
  • διφωνία f (difonía)
  • δίφωνος (dífonos)
  • εκφώνημα n (ekfónima)
  • εκφώνηση f (ekfónisi)
  • εκφωνητής m (ekfonitís, 广播员), εκφωνήτρια f (ekfonítria)
  • εκφωνώ (ekfonó, 演讲)
  • επιφώνημα n (epifónima, 感叹)
  • επιφωνηματικός (epifonimatikós)
  • επιφώνηση f (epifónisi)
  • ευφωνία f (effonía, 谐音)
  • ευφωνικός (effonikós, 谐音的)
  • ηλεκτρόφωνο n (ilektrófono, 电子乐器;电唱机)
  • ημίφωνο n (imífono, 半元音)
  • ημιφωνοποίηση f (imifonopoíisi)
  • θυροτηλέφωνο n (thyrotiléfono, 入口电话)
  • ιδιόφωνος (idiófonos, 体鸣乐器)
  • κακοφωνία f (kakofonía, 杂音)
  • καλλιφωνία f (kallifonía)
  • καρτοτηλέφωνο (kartotiléfono, 公用电话)
  • κασετόφωνο n (kasetófono, 录音机)
  • μαγνητοφώνηση f (magnitofónisi, 磁带录音)
  • μαγνητόφωνο n (magnitófono, 录音机)
  • μαγνητοφωνώ (magnitofonó, 在磁带上录音)
  • μεγαλόφωνος (megalófonos, 大声的)
  • μεγάφωνο n (megáfono, 扬声器)
  • μεσοσυμφωνικός (mesosymfonikós, 辅音间的)
  • μεσοφωνηεντικός (mesofonientikós, 元音间的)
  • μεσόφωνος (mesófonos, 女中音)
  • μικροφωνίζω (mikrofonízo)
  • μικροφωνικός (mikrofonikós)
  • μικροφωνισμός (mikrofonismós)
  • μικρόφωνο n (mikrófono, 话筒)
  • μισόφωνο n (misófono, 半元音)
  • μονοφωνία f (monofonía, 单调音乐)
  • μονοφωνικός (monofonikós, 单音的)
  • μονόφωνος (monófonos, 单声部的)
  • μορφοφωνολογία f (morfofonología, 形态音位学)
  • μορφοφωνολογικός (morfofonologikós)
  • ναυλοσύμφωνο n (navlosýmfono)
  • ξεφωνητό n (xefonitó, 尖叫)
  • ξεφωνίζω (xefonízo, 尖叫)
  • ξεφωνώ (xefonó)
  • ξυλόφωνο n (xylófono, 木琴)
  • ομοφωνία f (omofonía, 一致,共识;谐音)
  • ομόφωνος (omófonos, 一致的;谐音的)
  • οξύφωνος (oxýfonos)
  • ορθοφωνία f (orthofonía)
  • ουρανισκόφωνος (ouraniskófonos)
  • παραφωνία f (parafonía, 分歧;不和谐)
  • παράφωνος (paráfonos, 走调的)
  • παραφωνώ (parafonó)
  • πολυφωνία f (polyfonía, 复调音乐)
  • πολυφωνικός (polyfonikós, 复调的)
  • πολύφωνος (polýfonos, 复调的)
  • προικοσύμφωνο n (proikosýmfono, 嫁妆协议)
  • προσύμφωνο n (prosýmfono, 初步合约)
  • προσυμφωνώ (prosymfonó, 事先同意)
  • προσφώνηση f (prosfónisi, 称呼,称谓)
  • προσφωνώ (prosfonó, 称呼)
  • ραδιογραμμόφωνο n (radiogrammófono)
  • ραδιοκασετόφωνο n (radiokasetófono)
  • ραδιομαγνητόφωνο n (radiomagnitófono)
  • ραδιοτηλεφώνημα n (radiotilefónima)
  • ραδιοτηλεφωνία f (radiotilefonía, 无线电话)
  • ραδιοτηλεφωνικός (radiotilefonikós)
  • ραδιοτηλέφωνο n (radiotiléfono)
  • ραδιοφωνία f (radiofonía)
  • ραδιοφωνικός (radiofonikós)
  • ραδιόφωνο n (radiófono, 收音机)
  • σαξοφωνίστας (saxofonístas, 萨克斯演奏者)
  • σαξόφωνο n (saxófono, 萨克斯)
  • στερεοφωνία f (stereofonía, 立体声)
  • στερεοφωνικός (stereofonikós, 立体声的)
  • συμφωνηθείς (symfonitheís, 分词)
  • συμφωνημένος (symfoniménos, 同意的, 分词)
  • συμφωνητικό n (symfonitikó, 合同,协议)
  • συμφωνία f (symfonía, 协议,条约;交响乐)
  • συμφωνικός (symfonikós, 交响乐的)
  • σύμφωνο n (sýmfono, 辅音;协议,条约)
  • συμφωνόληκτος (symfonóliktos)
  • συμφωνοποίηση (symfonopoíisi)
  • σύμφωνος (sýmfonos, 同意的)
  • συμφωνώ (symfonó, 同意)
  • συμφωνών (symfonón, 同意者, 分词)
  • συνεκφώνηση f (synekfónisi, 连音)
  • συνεκφωνώ (synekfonó, 一起说)
  • ταυτοφωνία f (taftofonía, 同音反复)
  • τετραφωνία f (tetrafonía, 四声道)
  • τετράφωνος (tetráfonos, 四声道的)
  • τηλεφωνείο n (tilefoneío)
  • τηλεφώνημα n (tilefónima, 电话呼叫)
  • τηλεφωνητής m (tilefonitís, 接线员), τηλεφωνήτρια f (tilefonítria)
  • τηλεφωνία f (tilefonía, 电话通讯)
  • τηλεφωνικός (tilefonikós)
  • τηλέφωνο n (tiléfono, 电话)
  • τηλεφωνώ (tilefonó, 打电话), τηλεφωνάω (tilefonáo)
  • τριφωνία f (trifonía)
  • τρίφωνος (trífonos, 三声道的)
  • υψίφωνος (ypsífonos, 女高音)
  • φερέφωνο n (feréfono, 吹口)
  • φώναγμα n (fónagma, 叫喊)
  • φωνάζω (fonázo, 叫喊)
  • φωνακλάδικος (fonakládikos)
  • φωνακλάς (fonaklás), φωνακλού f (fonakloú)
  • φωνασκία f (fonaskía, 大喊)
  • φωνασκώ (fonaskó, 大喊)
  • φωναχτός (fonachtós)
  • φωνήεν n (foníen, 元音)
  • φωνηεντικός (fonientikós, 元音的)
  • φωνηεντισμός m (fonientismós, 发声;元音化)
  • φωνηεντόληκτος (fonientóliktos, 词干以元音结尾的)
  • φώνημα n (fónima, 音位)
  • φωνηματική f (fonimatikí, 音位学)
  • φωνηματικός (fonimatikós, 音位的)
  • φωνημική f (fonimikí, 音位学)
  • φωνημικός (fonimikós, 音位的)
  • φωνητική f (fonitikí, 语音学)
  • φωνητικό αλφάβητο n (fonitikó alfávito, 音标字母)
  • φωνητικός (fonitikós, 声音的)
  • φωνιατρική f (foniatrikí)
  • φωνόγραφος m (fonógrafos, 留声机)
  • φωνολήπτης m (fonolíptis)
  • φωνοληψία f (fonolipsía)
  • φωνολογία f (fonología, 音韵学)
  • φωνολογικός (fonologikós, 音韵学的)
  • φωνομετρία f (fonometría, 音强测量)
  • φωνόμετρο n (fonómetro, 音强计)
  • φωνομοντάζ n (fonomontáz)
  • φωνούμενος (fonoúmenos, 分词)
  • χαμηλόφωνος (chamilófonos, 低声的)