σύμφωνο
希腊语
词源
源自古希腊语 σύμφωνον (súmphōnon)。
名词
σύμφωνο (sýmfono) n(复数 σύμφωνα)
变格
σύμφωνο的变格
| 单数 | 复数 | |
|---|---|---|
| 主格 | σύμφωνο • | σύμφωνα • |
| 属格 | συμφώνου • | συμφώνων • |
| 宾格 | σύμφωνο • | σύμφωνα • |
| 呼格 | σύμφωνο • | σύμφωνα • |
相关词汇
- 参见:συμφωνώ (symfonó, “同意”)
拓展阅读
- σύμφωνο in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
