πιάτο
希腊语
词源
名词
πιάτο (piáto) n(复数 πιάτα)
变格
πιάτο的变格
| 单数 | 复数 | |
|---|---|---|
| 主格 | πιάτο • | πιάτα • |
| 属格 | πιάτου • | πιάτων • |
| 宾格 | πιάτο • | πιάτα • |
| 呼格 | πιάτο • | πιάτα • |
近义词
- πινάκι n (pináki)
相关词汇
- πλυντήριο πιάτων n (plyntírio piáton, “洗碗机”)
- μαχαίρι n (machaíri, “小刀”)
- πιρούνι n (piroúni, “叉”)
- κουτάλι n (koutáli, “勺”)
- ποτήρι n (potíri, “玻璃杯”)
