logo

αλάτι是什么意思_αλάτι读音|解释_αλάτι同义词|反义词

αλάτι

希腊语

词源

源自中古希腊语 ἁλάτιν (halátin),源自通用希腊语 ἁλάτιον (halátion)古希腊语 ἅλας (hálas)的指小词,源自ἅλς (háls),源自原始印欧语 *séh₂l-*séh₂ls。对比借词άλας (álas)

发音

  • IPA(帮助)[aˈlati]

名词

αλάτι (alátin(复数 αλάτια

  1. 食盐
    μαγειρικό αλάτιmageirikó aláti

变格

同类词汇

  • παστός (pastós, 用盐腌制的)
  • άλας (álas, )

派生词

  • άλατα f (álata, )
  • αλάτινος (alátinos, 含盐的,咸的)
  • αλάτισμα n (alátisma, 用盐腌制)
  • αλατένιος (alaténios, 含盐的)
  • αλατίζω (alatízo, 用盐腌制)
  • αλατίστρα f (alatístra, 给动物喂盐的地方)
  • αλαταριά f (alatariá, 盐块,给动物喂盐的地方)
  • αλατερός (alaterós, 含盐多的)
  • αλατιέρα f (alatiéra, 盐瓶)
  • αλατισμένος (alatisménos, 加盐的,用盐腌制的)
  • αλατιστός (alatistós, 用盐腌制的)
  • αλατο- (alato-), αλατό- (alató-, 盐的)
  • αλατοειδής (alatoeidís, 盐状的)
  • αλατόνερο n (alatónero, 盐水)
  • αλατοπίπερο n (alatopípero, 盐和胡椒)
  • αλαταποθήκη f (alatapothíki)
  • αλατοποιείο n (alatopoieío, 盐厂)
  • αλατοπιπερώνω (alatopiperóno, 调味)
  • αλατοφόρος (alatofóros, 含盐的)
  • αλατούχος (alatoúchos, 含盐的)
  • αλατωρυχείο n (alatorycheío, 盐田)
  • αλατωρύχος m (alatorýchos, 盐工)

相关词汇

  • 参见:αλμυρός (almyrós, 咸的)

拓展阅读

  •   αλάτι在希腊语维基百科上的资料。维基百科 el