αλατιέρα 希腊语 词源 αλάτι (aláti, “食盐”) + -ιέρα (-iéra, “容器”) 名词 αλατιέρα (alatiéra) f(复数 αλατιέρες) 盐瓶变格 αλατιέρα的变格 单数 复数 主格 αλατιέρα • αλατιέρες • 属格 αλατιέρας • — 宾格 αλατιέρα • αλατιέρες • 呼格 αλατιέρα • αλατιέρες • 相关词汇 参见:αλάτι n (aláti, “食盐”)