logo

αλάτισμα是什么意思_αλάτισμα读音|解释_αλάτισμα同义词|反义词

αλάτισμα

希腊语

名词

αλάτισμα (alátisman(不可数)

  1. 腌制

变格

相关词汇

  • αλατίζω (alatízo, 用盐腌制)
  • αλατιστός (alatistós, 用盐腌制的)