αγένεια 希腊语 词源 源自古希腊语 ἀγένεια (agéneia)。 发音 IPA(帮助):/aˈʝe.ni.a/ 断字:α‧γέ‧νει‧α名词 αγένεια (agéneia) f(复数 αγένειες) 粗鲁,无礼变格 αγένεια的变格 单数 复数 主格 αγένεια • αγένειες • 属格 αγένειας • — 宾格 αγένεια • αγένειες • 呼格 αγένεια • αγένειες • 反义词 ευγένεια f (evgéneia, “礼貌”)相关词汇 αγενής (agenís, “粗鲁的,无礼的”) αγενώς (agenós, “粗鲁地,无礼地”)参见 αγένειος (agéneios, “未长胡须的”)