logo

αγένειος是什么意思_αγένειος读音|解释_αγένειος同义词|反义词

αγένειος

希腊语

词源

源自古希腊语 ἀγένειος (agéneios, 未长胡须的,年轻的),源自否定前缀ἀ- (不,无) + γένειον (géneion, 胡须)[1]等同于现代希腊语α- +‎ γένι (胡须)

发音

  • IPA(帮助)/aˈʝe.ni.os/
  • 断字:α‧γέ‧νει‧ος

形容词

αγένειος (agéneiosm(阴性 αγένειος,中性 αγένειο

  1. 未长胡须
  2. (比喻) 天真的,年轻

变格

参见

参考资料

  1. Template:R:Babiniotis 2002