ευγένεια 希腊语 词源 源自古希腊语 εὐγένεια (eugéneia)。 名词 ευγένεια (evgéneia) f(复数 ευγένειες) 有礼变格 ευγένεια的变格 单数 复数 主格 ευγένεια • ευγένειες • 属格 ευγένειας • — 宾格 ευγένεια • ευγένειες • 呼格 ευγένεια • ευγένειες • 有不常用属格单数形 ευγενείας、罕用属格复数形 ευγενειών 反义词 αγένεια f (agéneia)派生语汇 → 罗马尼亚语: evghenie