άλγος
希腊语
词源
源自古希腊语 ἄλγος (álgos)。
发音
- IPA(帮助):/ˈalɣos/
音频 - 断字:άλ‧γος
名词
άλγος (álgos) n(复数 άλγη)
变格
άλγος的变格
| 单数 | 复数 | |
|---|---|---|
| 主格 | άλγος • | άλγη • |
| 属格 | άλγους • | αλγών • |
| 宾格 | άλγος • | άλγη • |
| 呼格 | άλγος • | άλγη • |
近义词
- πόνος m (pónos)
相关词汇
- αλγεινός (algeinós, “痛苦的”)
- αλγηδόνα f (algidóna, “痛苦,悲痛”)
- αλγολαγνεία f (algolagneía, “痛淫”)
- αλγώ (algó, “受苦”)
- αναλγησία f (analgisía, “痛觉缺失”)
- αναλγητικό n (analgitikó, “止痛药”)
- αναλγητικός (analgitikós, “止痛的”)
- ανάλγητος (análgitos, “无感觉的;冷酷无情的”)
