logo

αναλγητικό是什么意思_αναλγητικό读音|解释_αναλγητικό同义词|反义词

αναλγητικό

希腊语

名词

αναλγητικό (analgitikón(复数 αναλγητικά

  1. (药物学) 止痛药镇痛药

变格

近义词

  • παυσίπονο n (pafsípono)

相关词汇

同类词汇

  • ασπιρίνη f (aspiríni, 阿司匹林)
  • ιβουπροφαίνη f (ivouprofaíni, 布洛芬)

拓展阅读