τρυπάνι 希腊语 词源 源自古希腊语 τρυπάω (trupáō, “打洞,钻孔”)。 名词 τρυπάνι (trypáni) n(复数 τρυπάνια) 钻头 (医学) 穿孔机变格 τρυπάνι的变格 单数 复数 主格 τρυπάνι • τρυπάνια • 属格 τρυπανιού • τρυπανιών • 宾格 τρυπάνι • τρυπάνια • 呼格 τρυπάνι • τρυπάνια • 近义词 δράπανο n (drápano)相关词汇 参见:τρύπα f (trýpa, “洞”)