δράπανο 希腊语 词源 源自古希腊语 δράπανον (drápanon)。 名词 δράπανο (drápano) n(复数 δράπανα) 钻头变格 δράπανο的变格 单数 复数 主格 δράπανο • δράπανα • 属格 δραπάνου • δραπάνων • 宾格 δράπανο • δράπανα • 呼格 δράπανο • δράπανα • 不太常用的形式:δραπανών 近义词 τρυπάνι n (trypáni)