σιτηρά 希腊语 名词 σιτηρά (sitirá) n pl 谷物变格 σιτηρά 格 \ 数 复数 主格 σιτηρά • 属格 σιτηρών • 宾格 σιτηρά • 呼格 σιτηρά • 近义词 δημητριακά n 或 pl (dimitriaká)