δημητριακά 希腊语 词源 源自古希腊语 Δημήτηρ (Dēmḗtēr, “得墨忒耳”)。 名词 δημητριακά (dimitriaká) n pl 谷物 早餐谷物,麦片变格 δημητριακά 格 \ 数 复数 主格 δημητριακά • 属格 δημητριακών • 宾格 δημητριακά • 呼格 δημητριακά • 近义词 σιτηρά n 或 pl (sitirá)