logo

πουστιά是什么意思_πουστιά读音|解释_πουστιά同义词|反义词

πουστιά

希腊语

词源

πούστης (poústis, 混蛋) +‎ -ιά (-iá)

发音

  • IPA(帮助)/puˈstça/
  • 断字:που‧στιά

名词

πουστιά (poustiáf(复数 πουστιές

  1. (口语, 粗俗) 无礼粗鲁的行为
    Ήταν μεγάλη πουστιά του να μ’ αφήσει να πληρώσω μόνος μου τον λογαριασμό.
    Ítan megáli poustiá tou na m’ afísei na pliróso mónos mou ton logariasmó.
    他留下我一个人来买单,真他妈的不要脸。

变格

近义词

  • μπινιά f (biniá)
  • γαϊδουριά f (gaïdouriá)
  • αγένεια f (agéneia)
  • απρέπεια f (aprépeia)
  • χοντροκοπιά f (chontrokopiá)