logo

πετρέλαιο是什么意思_πετρέλαιο读音|解释_πετρέλαιο同义词|反义词

πετρέλαιο

希腊语

名词

πετρέλαιο (petrélaion(复数 πετρέλαια

  1. 石油

变格

近义词

派生词

  • φωτιστικό πετρέλαιο n (fotistikó petrélaio, 灯油)
  • αργό πετρέλαιο n (argó petrélaio, 原油)