αργό_πετρέλαιο 希腊语 词源 αργός (argós, “粘稠的”) + πετρέλαιο (petrélaio, “石油”) 名词 αργό πετρέλαιο (argó petrélaio) n 原油变格 参见αργός (argós)、πετρέλαιο (petrélaio)