περβόλι 希腊语 名词 περβόλι (pervóli) n(复数 περβόλια) περιβόλι (perivóli) 的另一种写法变格 περβόλι的变格 单数 复数 主格 περβόλι • περβόλια • 属格 περβολιού • περβολιών • 宾格 περβόλι • περβόλια • 呼格 περβόλι • περβόλια •