οξυγόνο 希腊语 化学元素 O 前:άζωτο (ázoto) (N) 后:φθόριο (fthório) (F) 名词 οξυγόνο (oxygóno) n(不可数) (化学) 氧变格 οξυγόνο (oxygóno)的变格 单数 主格 οξυγόνο • 属格 οξυγόνου • 宾格 οξυγόνο • 呼格 οξυγόνο • 同类词汇 Appendix:希腊语化学元素名称衍生词汇 οξείδιο n (oxeídio, “氧化物”) οξυγονοκολλώ (oxygonokolló, “焊接”)延伸阅读 οξυγόνο在希腊语维基百科上的资料。维基百科 el