οξείδιο
希腊语
名词
οξείδιο (oxeídio) n(复数 οξείδια)
变格
οξείδιο的变格
| 单数 | 复数 | |
|---|---|---|
| 主格 | οξείδιο • | οξείδια • |
| 属格 | οξειδίου • | οξειδίων • |
| 宾格 | οξείδιο • | οξείδια • |
| 呼格 | οξείδιο • | οξείδια • |
相关词汇
- ανοξείδωτος (anoxeídotos, “不生锈的”)
- οξυγόνο n (oxygóno, “氧”)
οξείδιο (oxeídio) n(复数 οξείδια)
| 单数 | 复数 | |
|---|---|---|
| 主格 | οξείδιο • | οξείδια • |
| 属格 | οξειδίου • | οξειδίων • |
| 宾格 | οξείδιο • | οξείδια • |
| 呼格 | οξείδιο • | οξείδια • |