οικογενειοκρατία
来源于新华字典·百度汉语
希腊语
词源
οικογένεια (oikogéneia, “家庭”) + -κρατία (-kratía, “规则”)
发音
- IPA(帮助):/ikoʝeniokɾaˈtia/
- 断字:οι‧κο‧γε‧νει‧ο‧κρα‧τί‧α
名词
οικογενειοκρατία (oikogeneiokratía) f(不可数)
- 裙带关系,任人唯亲
- Λόγω οικογενειοκρατίας, ο πρόεδρος της εταιρείας διόρισε την σύζυγο του ως διευθύντρια.
- Lógo oikogeneiokratías, o próedros tis etaireías diórise tin sýzygo tou os diefthýntria.
- 公司总裁任人唯亲,任用他的妻子为董事。
变格
οικογενειοκρατία (oikogeneiokratía)的变格
| 单数 | |
|---|---|
| 主格 | οικογενειοκρατία • |
| 属格 | οικογενειοκρατίας • |
| 宾格 | οικογενειοκρατία • |
| 呼格 | οικογενειοκρατία • |
近义词
- αναξιοκρατία f (anaxiokratía)
- νεποτισμός m (nepotismós)
拓展阅读
- Νεποτισμός在希腊语维基百科上的资料。维基百科 el
