αναξιοκρατία
来源于新华字典·百度汉语
希腊语
名词
αναξιοκρατία (anaxiokratía) f
- 裙带关系,任人唯亲
变格
αναξιοκρατία (anaxiokratía)的变格
| 单数 | |
|---|---|
| 主格 | αναξιοκρατία • |
| 属格 | αναξιοκρατίας • |
| 宾格 | αναξιοκρατία • |
| 呼格 | αναξιοκρατία • |
近义词
- νεποτισμός m (nepotismós)
- οικογενειοκρατία f (oikogeneiokratía)
相关词汇
- αναξιοκρατικός (anaxiokratikós, “任人唯亲的”)
拓展阅读
- Νεποτισμός在希腊语维基百科上的资料。维基百科 el
