μπαγκέτα 希腊语 词源 源自法语 baguette。 发音 IPA(帮助):/baˈɟeta/ 断字:μπα‧γκέ‧τα名词 μπαγκέτα (bagkéta) f(复数 μπαγκέτες) (音乐) 指挥棒 (音乐) 鼓槌 法棍面包变格 μπαγκέτα的变格 单数 复数 主格 μπαγκέτα • μπαγκέτες • 属格 μπαγκέτας • μπαγκετών • 宾格 μπαγκέτα • μπαγκέτες • 呼格 μπαγκέτα • μπαγκέτες •