μετρητός
来源于新华字典·百度汉语
希腊语
形容词
μετρητός (metritós) m(阴性 μετρητή,中性 μετρητό)
- 可测量的
变格
μετρητός 的变格
| 单数 | 复数 | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| 阳性 | 阴性 | 中性 | 阳性 | 阴性 | 中性 | |
| 主格 | μετρητός | μετρητή | μετρητό | μετρητοί | μετρητές | μετρητά |
| 属格 | μετρητού | μετρητής | μετρητού | μετρητών | μετρητών | μετρητών |
| 宾格 | μετρητό | μετρητή | μετρητό | μετρητούς | μετρητές | μετρητά |
| 呼格 | μετρητέ | μετρητή | μετρητό | μετρητοί | μετρητές | μετρητά |
| 衍生 | 比较级: πιο (pio) + 肯定形(例如:πιο μετρητός) 相对最高级: 定冠词 + πιο (pio) + 肯定形(例如:ο πιο μετρητός (o pio metritós)) | |||||
相关词汇
- μετρητά n pl (metritá, “现金”)
