μετρητής 来源于新华字典·百度汉语 希腊语 名词 μετρητής (metritís) m(复数 μετρητές) 量表 抄表员变格 μετρητής的变格 单数 复数 主格 μετρητής • μετρητές • 属格 μετρητή • μετρητών • 宾格 μετρητή • μετρητές • 呼格 μετρητή • μετρητές • 形容词 μετρητής (metritís) μετρητός (metritós)的属格单数阴性形式。