κουτάβι 希腊语 词源 源自古希腊语 κουτάβιν (koutábin),源头不明。 发音 IPA(帮助):/kuˈtavi/名词 κουτάβι (koutávi) n(复数 κουτάβια) 小狗变格 κουτάβι的变格 单数 复数 主格 κουτάβι • κουτάβια • 属格 κουταβιού • κουταβιών • 宾格 κουτάβι • κουτάβια • 呼格 κουτάβι • κουτάβια • 近义词 σκυλάκι n (skyláki)相关词汇 σκύλος m (skýlos, “狗”) σκύλα f (skýla, “母狗”)