είδωλο 希腊语 词源 源自古希腊语 εἴδωλον (eídōlon)。 发音 IPA(帮助):/ˈiðolo/ 断字:εί‧δω‧λο名词 είδωλο (eídolo) n(复数 είδωλα) 偶像 映照、反射出的影像变格 είδωλο的变格 单数 复数 主格 είδωλο • είδωλα • 属格 ειδώλου • ειδώλων • 宾格 είδωλο • είδωλα • 呼格 είδωλο • είδωλα • 近义词 (偶像): ίνδαλμα n (índalma)参见:εικόνα f (eikóna, “图像,神像”)