ίνδαλμα 希腊语 名词 ίνδαλμα (índalma) n(复数 ινδάλματα) 偶像变格 ίνδαλμα的变格 单数 复数 主格 ίνδαλμα • ινδάλματα • 属格 ινδάλματος • ινδαλμάτων • 宾格 ίνδαλμα • ινδάλματα • 呼格 ίνδαλμα • ινδάλματα • 近义词 είδωλο n (eídolo)