δροσόπαγος 希腊语 词源 源自δρόσος (drósos) + πάγος (págos)。 名词 δροσόπαγος (drosópagos) m(不可数) 霜变格 δροσόπαγος (drosópagos)的变格 单数 主格 δροσόπαγος • 属格 δροσόπαγου • 宾格 δροσόπαγο • 呼格 δροσόπαγε • 近义词 πάχνη f (páchni) πάγος m (págos)