δούλος
希腊语
词源
借自古希腊语 δοῦλος (doûlos)。
发音
- IPA(帮助):/ˈðu.los/
- 断字:δού‧λος
名词
δούλος (doúlos) m(复数 δούλοι,阴性 δούλα)(另阴性形(正式, 古旧) δούλη (doúli))
变格
δούλος的变格
| 单数 | 复数 | |
|---|---|---|
| 主格 | δούλος • | δούλοι • |
| 属格 | δούλου • | δούλων • |
| 宾格 | δούλο • | δούλους • |
| 呼格 | δούλε • | δούλοι • |
相关词汇
拓展阅读
- δούλος in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
