δουλειά
希腊语
词源
源自古希腊语 δουλεία (douleía),源自δοῦλος (doûlos, “奴隶”)。
发音
- IPA(帮助):[ðuˈʎa]
名词
δουλειά (douleiá) f(复数 δουλειές)
变格
δουλειά的变格
| 单数 | 复数 | |
|---|---|---|
| 主格 | δουλειά • | δουλειές • |
| 属格 | δουλειάς • | δουλειών • |
| 宾格 | δουλειά • | δουλειές • |
| 呼格 | δουλειά • | δουλειές • |
近义词
- εργασία f (ergasía)
同类词汇
- μόχθος m (móchthos, “苦工”)
相关词汇
- 参见:δουλεία f (douleía, “奴役”)
