δαμάλι
希腊语
词源
源自中古希腊语 δαμάλι(ν) (damáli(n)),源自通用希腊语 δαμάλιον (damálion),源自古希腊语 δάμαλις (dámalis)的指小词,源自δαμάζω (damázō)。
名词
δαμάλι (damáli) n(复数 δαμάλια)
变格
δαμάλι的变格
| 单数 | 复数 | |
|---|---|---|
| 主格 | δαμάλι • | δαμάλια • |
| 属格 | δαμαλιού • | δαμαλιών • |
| 宾格 | δαμάλι • | δαμάλια • |
| 呼格 | δαμάλι • | δαμάλια • |
同类词汇
- μοσχάρι n (moschári, “牛犊”)
相关词汇
- 参见:δαμάλα f (damála, “小母牛”)
