希腊语
名词
δαμάλα (damála) f(复数 δαμάλες,阳性 δαμάλι)
- (口语) 小母牛
变格
δαμάλα的变格
| 单数
|
复数
| | 主格
|
δαμάλα •
|
δαμάλες •
|
|---|
| 属格
|
δαμάλας •
|
δαμαλών •
|
|---|
| 宾格
|
δαμάλα •
|
δαμάλες •
|
|---|
| 呼格
|
δαμάλα •
|
δαμάλες •
|
|---|
同类词汇
相关词汇
- δαμάλι n (damáli, “牛犊”)
- δαμαλίδα f (damalída, “小母牛;牛痘疫苗”)
- δαμαλισμός m (damalismós, “疫苗接种”)