ανάπτυξη
希腊语
词源
源自古希腊语 ἀνάπτυξις (anáptuxis)。
名词
ανάπτυξη (anáptyxi) f(复数 αναπτύξεις)
变格
ανάπτυξη的变格
| 单数 | 复数 | |
|---|---|---|
| 主格 | ανάπτυξη • | αναπτύξεις • |
| 属格 | ανάπτυξης • αναπτύξεως • | αναπτύξεων • |
| 宾格 | ανάπτυξη • | αναπτύξεις • |
| 呼格 | ανάπτυξη • | αναπτύξεις • |
相关词汇
- 参见:αναπτύσσω (anaptýsso, “发展”)
同类词汇
- αειφόρος (aeifóros, “可持续的”)
- βιώσιμος (viósimos, “可行的”)
