αειφόρος
希腊语
词源
αει- (aei-, “始终”) + -φόρος (-fóros, “承载者”)
形容词
αειφόρος (aeifóros) m(阴性 αειφόρα 或 αειφόρος,中性 αειφόρο)
- 可持续的
- αειφόρος ανάπτυξη ― aeifóros anáptyxi ― 可持续发展
变格
αειφόρος 的变格
Template:El-decl-adj-ος-ος-α-ο数
| 单数 | 复数 | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| 阳性 | 阴性 | 中性 | 阳性 | 阴性 | 中性 | |
| 衍生 | 比较级: πιο (pio) + 肯定形(例如:πιο αειφόρος) 相对最高级: 定冠词 + πιο (pio) + 肯定形(例如:ο πιο αειφόρος (o pio aeifóros)) | |||||
参见
- ανάπτυξη f (anáptyxi, “发展,进步”)
