αγωγός
希腊语
名词
αγωγός (agogós) m(复数 αγωγοί)
变格
αγωγός的变格
| 单数 | 复数 | |
|---|---|---|
| 主格 | αγωγός • | αγωγοί • |
| 属格 | αγωγού • | αγωγών • |
| 宾格 | αγωγό • | αγωγούς • |
| 呼格 | αγωγέ • | αγωγοί • |
相关词汇
- αγωγιμότητα f (agogimótita, “电导率”)
- αγώγι n (agógi, “货物;运输”)
- άγω (ágo, “得出,引出”)
- αγωγιάτης m (agogiátis, “赶骡人”)
- αγώγιμος (agógimos, “导热或导电的”)
- αεραγωγός m (aeragogós, “通风道”)
- αεριαγωγός m (aeriagogós, “煤气管”)
