άγιος
希腊语
词源
源自古希腊语 ἅγιος (hágios)。
发音
形容词
άγιος (ágios) m(阴性 αγία 或 άγια,中性 άγιο)
变格
άγιος 的变格
| 单数 | 复数 | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| 阳性 | 阴性 | 中性 | 阳性 | 阴性 | 中性 | |
| 主格 | άγιος • | άγια • / αγία • | άγιο • | άγιοι • | άγιες • | άγια • |
| 属格 | άγιου • / αγίου • | άγιας • / αγίας • | άγιου • / αγίου • | άγιων • / αγίων • | άγιων • / αγίων • | άγιων • / αγίων • |
| 宾格 | άγιο • | άγια • / αγία • | άγιο • | άγιους • / αγίους • | άγιες • | άγια • |
| 呼格 | άγιε • | άγια • / αγία • | άγιο • | άγιοι • | άγιες • | άγια • |
| 衍生 | 比较级: πιο (pio) + 肯定形(例如:πιο άγιος) 相对最高级: 定冠词 + πιο (pio) + 肯定形(例如:ο πιο άγιος (o pio ágios)) | |||||
| 注释 | 阴性复数 αγίες 自17世纪以后较常用,可能受古宾格复数 τὰς ἁγίας 的影响。 | |||||
添加后缀的比较程度
| 单数 | 复数 | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| 阳性 | 阴性 | 中性 | 阳性 | 阴性 | 中性 | |
| 主格 | αγιότερος • | αγιότερη • | αγιότερο • | αγιότεροι • | αγιότερες • | αγιότερα • |
| 属格 | αγιότερου • | αγιότερης • | αγιότερου • | αγιότερων • | αγιότερων • | αγιότερων • |
| 宾格 | αγιότερο • | αγιότερη • | αγιότερο • | αγιότερους • | αγιότερες • | αγιότερα • |
| 呼格 | αγιότερε • | αγιότερη • | αγιότερο • | αγιότεροι • | αγιότερες • | αγιότερα • |
| 衍生 | 相对最高级:ο + 比较级形式(如“ο αγιότερος”) | |||||
| 绝对最高级 | 单数 | 复数 | ||||
| 阳性 | 阴性 | 中性 | 阳性 | 阴性 | 中性 | |
| 主格 | αγιότατος • | αγιότατη • | αγιότατο • | αγιότατοι • | αγιότατες • | αγιότατα • |
| 属格 | αγιότατου • | αγιότατης • | αγιότατου • | αγιότατων • | αγιότατων • | αγιότατων • |
| 宾格 | αγιότατο • | αγιότατη • | αγιότατο • | αγιότατους • | αγιότατες • | αγιότατα • |
| 呼格 | αγιότατε • | αγιότατη • | αγιότατο • | αγιότατοι • | αγιότατες • | αγιότατα • |
近义词
- ιερός (ierós, “神圣的”)
- όσιος (ósios)
- σεπτός (septós)
派生词
- αϊ- m (aï-, “圣”) (用于男圣人)
- Αϊ- m (Aï-, “圣”) (用于教堂名及地名)
- αγια- f (agia-, “圣”) (用于女圣人)
- Αγια- f (Agia-, “圣”) (用于教堂名及地名)
- αγιο- (agio-, “神圣”, 前缀)
短语
- γιορτάζει ο άγιος, η αγία (giortázei o ágios, i agía)
- γιορτή αγίου, αγίας (giortí agíou, agías)
- εορτάζει ο άγιος, η αγία (eortázei o ágios, i agía)
- θαυματουργός άγιος (thavmatourgós ágios)
- πολιούχος άγιος, αγία (polioúchos ágios, agía)
- προστάτης άγιος (prostátis ágios)
- στρατιωτικός άγιος (stratiotikós ágios)
短语 〈宗〉,三音节发音
- Αγία Γραφή f (Agía Grafí, “圣经”)
- Άγια Δώρα n (Ágia Dóra)
- Αγία Έδρα f (Agía Édra)
- Αγία Ζώνη f (Agía Zóni)
- αγία μετάληψη f (agía metálipsi)
- Αγία Οικογένεια f (Agía Oikogéneia, “神圣家族”)
- αγία ράβδος f (agía rávdos)
- Αγία Σοφία f (Agía Sofía, “圣索菲亚[大教堂]”)
- αγία του Θεού Σοφία f (agía tou Theoú Sofía, “上帝的神圣智慧”)
- Αγία Τράπεζα f (Agía Trápeza)
- Αγία Τριάδα f (Agía Triáda, “圣三一”)
- Άγιοι Τόποι m pl (Ágioi Tópoi, “圣地”)
- Άγιο Πνεύμα n (Ágio Pnévma, “圣灵”)
- άγιος άρτος n (ágios ártos)
- Άγιος Τάφος m (Ágios Táfos, “圣墓”)
- άγιο φως n (ágio fos)
- του αγίου Ποτέ (tou agíou Poté, “从不”, 字面意思为“在圣无人之日”)
短语,两音节发音
- αγια- f (agia-, “圣”), Αγια- f (Agia-, “圣[用于教堂]”)
- Αγια-Σοφιά f (Agia-Sofiá, “圣索菲亚[大教堂]”)
短语,两音节、三音节发音皆可
- δουλειά κι άγιος ο Θεός (douleiá ki ágios o Theós)
- καλά και άγια (kalá kai ágia)
- καλός και άγιος (kalós kai ágios)
- κι άγιος ο Θεός (ki ágios o Theós)
相关词汇
- αγία f (agía, “圣人”)
- άγια (ágia, “好”, 副词)
- αγιάζω (agiázo, “祝福,祝圣”)
- αγίασμα n (agíasma, “圣水”)
- άγιασμα n (ágiasma, “神圣化”)
- αγιασματάρι n (agiasmatári, “盛圣水的钵”)
- αγιασμός m (agiasmós, “祝福,圣水”)
- αγιαστούρα f (agiastoúra, “圣水喷杖”)
- αγιογδύτης m (agiogdýtis, “教堂窃贼”)
- αγιογδύτισσα f (agiogdýtissa, “教堂窃贼”)
- αγιογράφηση f (agiográfisi, “教堂装饰”)
- αγιογραφία f (agiografía, “圣像”)
- αγιογραφώ (agiografó, “绘圣像”)
- αγιόκλημα n (agióklima, “忍冬”)
- αγιοποιημένος (agiopoiiménos, “封圣的”)
- αγιοσύνη f (agiosýni, “神圣”)
- αγιότητα f (agiótita, “神圣”)
- καθαγιάζω (kathagiázo)
- καθαγίαση f (kathagíasi)
- καθαγιασμός m (kathagiasmós)
- Παναγία f (Panagía), Παναγιά
- πανάγιος (panágios)
- Παναγιότατος (Panagiótatos)
- προηγιασμένος (proïgiasménos)
- τρισάγιος (triságios)
- χριστοπαναγία f (christopanagía)
名词
άγιος (ágios) m(复数 άγιοι,阴性 αγία)(中性:άγιο)
- 圣人
- Η γιαγιά μου διάβαζε βίους αγίων.
- I giagiá mou diávaze víous agíon.
- 我的奶奶过去常读圣人生平。
- 参见:Άγιος (Ágios)
- (比喻) 有圣人品质(如耐心、爱、虔诚)的人
- Ο δάσκαλός μου είναι ένας άγιος. Πώς με αντέχει; Κάνω συνεχώς λάθη.
- O dáskalós mou eínai énas ágios. Pós me antéchei? Káno synechós láthi.
- 我的老师真是个圣人。他怎样忍得了我的?我老是在犯错。
变格
三音节发音。对比形容词变格。
άγιος的变格
| 单数 | 复数 | |
|---|---|---|
| 主格 | άγιος • | άγιοι • |
| 属格 | αγίου • | αγίων • |
| 宾格 | άγιο • | αγίους • |
| 呼格 | άγιε • | άγιοι • |
派生词
两音节、三音节皆可:
短语
- είχα άγιο (eícha ágio)
- κολάζω και άγιο (kolázo kai ágio)
- μα τον άγιο (ma ton ágio)
- τα άγια των αγίων (ta ágia ton agíon)
- τον έκανα άγιο (ton ékana ágio)
谚语
- και ο άγιος φοβέρα θέλει (kai o ágios fovéra thélei)
- μην τάξεις τ' άγιου κερί (min táxeis t' ágiou kerí)
仅用于三音节发音:
- δεν δίνω του αγίου μου νερό (den díno tou agíou mou neró)
- τα άγια τοις κυσί (ta ágia tois kysí) 〈古〉
参见
- αδελφόθεος m (adelfótheos)
- μάρτυρας m (mártyras)
- ιεράρχης m (ierárchis)
- ισαπόστολος m (isapóstolos)
- ομολογητής m (omologitís)
- όσιος m (ósios)
参考资料
- άγιος in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
- Dimitrakos, Dimitrios B. (1964) Μέγα λεξικόν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης [Great Dictionary of the entire Greek Language] (希腊语), Athens: Hellenic Paideia
- Template:R:Babiniotis 2002
