όρνεο 希腊语 名词 όρνεο (órneo) n(复数 όρνεα) όρνιο (órnio) 的另一种写法变格 όρνεο的变格 单数 复数 主格 όρνεο • όρνεα • 属格 ορνέου • ορνέων • 宾格 όρνεο • όρνεα • 呼格 όρνεο • όρνεα •