ωράριο 来源于新华字典·百度汉语 希腊语 名词 ωράριο (orário) n(复数 ωράρια) 日程表,工作时间表变格 ωράριο的变格 单数 复数 主格 ωράριο • ωράρια • 属格 ωραρίου • ωραρίων • 宾格 ωράριο • ωράρια • 呼格 ωράριο • ωράρια •