ωάριο 希腊语 名词 ωάριο (oário) n(复数 ωάρια) (医学, 生物学) 卵细胞,卵子 (植物学) 胚珠变格 ωάριο的变格 单数 复数 主格 ωάριο • ωάρια • 属格 ωαρίου • ωαρίων • 宾格 ωάριο • ωάρια • 呼格 ωάριο • ωάρια •