ψωμάδικο
希腊语
词源
源自ψωμ(ί) (“面包”) + -άδικο。
发音
- IPA(帮助):/psoˈmaðiko/
- 断字:ψω‧μά‧δι‧κο
名词
ψωμάδικο (psomádiko) n(复数 ψωμάδικα)
变格
ψωμάδικο的变格
| 单数 | 复数 | |
|---|---|---|
| 主格 | ψωμάδικο • | ψωμάδικα • |
| 属格 | ψωμάδικου • | ψωμάδικων • |
| 宾格 | ψωμάδικο • | ψωμάδικα • |
| 呼格 | ψωμάδικο • | ψωμάδικα • |
近义词
- αρτοποιείο n (artopoieío)
- φούρνος n (foúrnos)
相关词汇
- ψωμάς m (psomás, “烘焙师”)
- 并参见:ψωμί n (psomí, “面包”)
