χόρτο 希腊语 名词 χόρτο (chórto) n(复数 χόρτα) 草 (复数) 蔬菜,绿叶菜 (俚语) 大麻变格 χόρτο的变格 单数 复数 主格 χόρτο • χόρτα • 属格 χόρτου • χόρτων • 宾格 χόρτο • χόρτα • 呼格 χόρτο • χόρτα • 派生词 αγριόχορτο n (agrióchorto, “杂草”)