χωράφι
希腊语
词源
源自通用希腊语 χωράφιον (khōráphion)。
名词
χωράφι (choráfi) n(复数 χωράφια)
变格
χωράφι的变格
| 单数 | 复数 | |
|---|---|---|
| 主格 | χωράφι • | χωράφια • |
| 属格 | χωραφιού • | χωραφιών • |
| 宾格 | χωράφι • | χωράφια • |
| 呼格 | χωράφι • | χωράφια • |
相关词汇
- 参见:χώρα f (chóra)
拓展阅读
- χωράφι in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
