χονδρεμπόριο
希腊语
其他写法
- χοντρεμπόριο n (chontrempório)
名词
χονδρεμπόριο (chondrempório) n(复数 χονδρεμπόρια)
- 批发店
变格
χονδρεμπόριο (chondrempório)的变格
| 单数 | |
|---|---|
| 主格 | χονδρεμπόριο • |
| 属格 | χονδρεμπορίου • |
| 宾格 | χονδρεμπόριο • |
| 呼格 | χονδρεμπόριο • |
反义词
- λιανεμπόριο n (lianempório, “零售店”)
相关词汇
- χονδρέμπορος m (chondrémporos, “批发商”)
- 并参见:εμπόριο n (empório, “商业,贸易”)
