χλωρίδιο
希腊语
词源
源自χλώριο (chlório) + -ίδιο (-ídio)、仿译自英语 chloride。
发音
- IPA(帮助):/xloˈɾi.ði.o/
名词
χλωρίδιο (chlorídio) n(复数 χλωρίδια)
- (无机化学) 氯化物
变格
χλωρίδιο的变格
| 单数 | 复数 | |
|---|---|---|
| 主格 | χλωρίδιο • | χλωρίδια • |
| 属格 | χλωριδίου • | χλωριδίων • |
| 宾格 | χλωρίδιο • | χλωρίδια • |
| 呼格 | χλωρίδιο • | χλωρίδια • |
相关词汇
- φθορίδιο (fthorídio)
- βρωμίδιο (vromídio)
- ιωδίδιο (iodídio)
